Visual art

Πλήξη και αδιαφορία στην φετινή Art Athina, με σημαντικές γκαλερί να απουσιάζουν μιαν ακόμη χρονιά. Καμία καινοτομία, διάθεση ανανέωσης, διακριτή εμφάνιση νέων τάσεων ή δοκιμών, αφάνεια πρωτοπορίας Από τις δραστήριες πρώτες διοργανώσεις της Παναγίδου στην Κηφισίας, μέχρι την επεισοδιακή παρέμβαση λογοκρισίας από την αστυνομία στην φουάρ του 2007 που είχε φέρει την Art Athina στο επίκεντρο της δημοσιότητας, ο θεσμός εκπίπτει αργά και σταθερά στην προδιαγεγραμμένη μοίρα κάθε θεσμικού οργάνου: γίνεται τυποποιημένος, άνευρος και έκδηλα εμπορικός. Πολλαπλασιάζονται οι συζητήσεις, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, τα χορηγούμενα residencies, τα πρότζεκτς ψυχαγωγίας για παιδιά. Σα να λιγοστεύει όμως η τέχνη. Πάλι είδαμε τους ίδιους παλιούς, καθιερωμένους καλλιτέχνες που εξαργυρώνονται ευκολότερα. Στα περίπτερα δουλεύουν τα dépôts και τα ευπώλητα. Ο Λάππας θα παίζει μέχρι την αιωνιότητα, μαζί με τον Ακριθάκη, τον Τσόκλη, τον Αντωνάκη, κ.ο.κ. Τι να κάνουν και οι αίθουσες; Στην ουσία αυτές, με την ενοικίαση των περιπτέρων, και οι επισκέπτες, με τα εισιτήρια, πληρώνουν τον θεσμό. Τα προηγούμενα χρόνια βλέπαμε κάποιες φιλότιμες προσπάθειες ανάμειξης, σε σωστές δόσεις, εμπορίου και σύγχρονης εικαστικής πρωτοπορίας. Στην τελευταία φουάρ και το βίντεο και το «εναλλακτικό» πρόγραμμα περφόρμανς, απλά δεν δούλεψαν. Το μέσον της εικαστικής παράστασης/δράσης είτε παρουσιάζεται πολύ εννοιολογικό (conceptual) για να γίνει κατανοητό από το ευρύ κοινό είτε μεταβάλλεται σε τυποποιημένη και εκδοχή των street shows, από αυτά που «ανεβαίνουν» στους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας προς άγραν κερμάτων. Παραταύτα, κάτι βγήκε ως αναδυόμενη τάση στον χώρο των visual arts, μέσα από το παράπλευρο των περιπτέρων πρόγραμμα.

Μόνη ευδιάκριτη τάση που διαφαίνεται το τελευταίο διάστημα είναι η άνοδος της performance. Όλοι δείχνουν πρόθυμοι να κάνουν σώου ακόμα κι αν αυτός δεν είναι ο κατεξοχήν χώρος τους. Δεν είναι μόνο το Live, το πρόγραμμα που εντάχθηκε στην Art Athina, είναι και οι προσκλήσεις για arty παραστάσεις που ξεφυτρώνουν από παντού, από ζωγράφους, κεραμίστες, ηθοποιούς, χορευτές. Ακόμη και η “θεσμική” πλέον έκθεση νέων καλλιτεχνών Rooms του Γ. Καππάτου από πέρυσι μεταμορφώθηκε σε ομαδική performances και έτσι θα συνεχίσει και φέτος, γυρίζοντας πλάτη σε ζωγραφική/γλυπτική/εγκατάσταση, κλπ.

Οι λόγοι είναι εν μέρει προφανείς: Η αγορά τελάρων/γλυπτών, ακόμα και «δύσκολων» εγκαταστάσεων στις οποίες επένδυαν οι γεροί συλλέκτες της χώρας τα προηγούμενα χρόνια είναι σε σταθερή ύφεση. Παρόμοια πτώση έχουν και οι ατομικές εκθέσεις των καλλιτεχνών που φιλοξενούνται όλο και σπανιότερα στις αίθουσες τέχνης. Πριμοδοτούνται οι ομαδικές εκθέσεις με ευρύτερο περιεχόμενο, ποικιλία έργων και δυνητικά μεγαλύτερο πελατολόγιο φιλότεχνων επενδυτών (μικρομεσαίας αγοραστικής δύναμης). Δύσκολα ένας καλλιτέχνης κλείνεται στο στούντιο για να δημιουργήσει το επόμενο σώμα δουλειάς αν δεν έχει σταθερή συνεργασία και υποστήριξη από κάποια γκαλερί και προσδοκία παρουσίασης του έργου του. Έτσι φλερτάρει αυτονόητα με το live κοινό και με άλλες μορφές τέχνης, δοκιμάζει συνεργασίες με καλλιτέχνες από άλλους χώρους (χορευτές/ηθοποιούς/φωτογράφους, κλπ.) και επιχειρεί στις performances που δίνουν και το αβαντάζ να προκαλέσουν δημόσια αίσθηση -δεν προκαλούν.

Εν τω μεταξύ οι καλλιτέχνες της ΑΣΚΤ που συστηματικά και με συνέπεια ασχολούνται με τo είδος των Performances/Actions/Happenings μετριούνται στα δάχτυλα. Πριν μια δεκαετία αυτό γινόταν με το βίντεο. Ήταν της μόδας να συνεπικουρεί τον καμβά η κινούμενη ψηφιακή εικόνα (αποτέλεσμα και της οργάνωσης και ανόδου τότε του τμήματος Ψηφιακών Μέσων στην Σχολή) και έβλεπες στις εκθέσεις μια ιδέα γλυπτού/πίνακα και πολλή digital τέχνη. Τώρα παίζει η performance. Καμία σχέση με τις avant-garde πραξικοπηματικές ρίζες του είδους. Nothing is Happening.

Έτερος κινητήριος μοχλός για όσους αυτό-απασχολούνται στον χώρο των εικαστικών είναι τα Residencies, τα επιδοτούμενα προγράμματα φιλοξενίας καλλιτεχνών από άλλες χώρες με στόχο να παραχθεί έργο εμπνεόμενο από την ελληνική πραγματικότητα και να στηθούν διαπολιτισμικές γέφυρες επικοινωνίας. Η ιστορία με τα Residencies σε επίπεδο δημιουργικής παραγωγικότητας έχει φτωχά, αν όχι ανύπαρκτα αποτελέσματα. Ούτε την εγχώρια σκηνή προωθούν στο διεθνές κοινό, ούτε οι καλλιτέχνες που φιλοξενούνται εδώ εγκαθιδρύουν μακροχρόνιες συνδέσεις με το global περιβάλλον όταν τελειώνει η διαμονή τους. Αν αυτό γινόταν θα το βλέπαμε στα διεθνή έντυπα και τις διοργανώσεις του εξωτερικού. H Ελλάδα πάει καλά στα προγράμματα «πολιτισμικής ανταλλαγής» όχι γιατί υπάρχει δομημένη σκηνή που δουλεύει και παράγει αποτελέσματα αλλά γιατί η χώρα έχει ήλιο, θάλασσα, καλό καιρό -κυρίως, σπουδαίο αρχαιολογικό παρελθόν- κι όλοι οι καλλιτέχνες της γης θέλουν να έρθουν εδώ για διακοπές. Έχουν επιτρέψει ωστόσο σε ένα σωρό «μη κερδοσκοπικούς» οργανισμούς να έχουν άλλοθι ύπαρξης και προσόδους.

Καλά πάνε και τα μπαρ/ρέστωραν που προμοτάρουν τέχνη για να κερδίσουν κυλιόμενη πελατεία, και ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερα κυρίως πέριξ των τουριστικών περιοχών της πόλης, Μητροπόλεως/Ερμού/Θησείο/Ακρόπολη. Καλή μπίζνα. Εξασφαλίζουν έναν plus χώρο μέσα στο κυρίως μαγαζί, ανεβάζουν διαδοχικά εκθέσεις μικρής διάρκειας χωρίς κριτήρια -λίγο ζωγραφική, λίγο κεραμική, κόσμημα, χειροτεχνίες, ό,τι να ΄ναι- έρχονται φίλοι/οικογένεια/υποστηρικτές στα εγκαίνια, καταναλώνουν, ανεβαίνει ο τζίρος, διαφημίζεται και το μαγαζί, διακοσμείται και προσφέρει έξτρα θέαμα όσο διαρκούν οι «εκθέσεις», όλα ωραία. Κι ένα σωρό κόσμος παίρνει βούλα καλλιτέχνη με «πιστοποιητικό» συμμετοχής σε ατομικές ή ομαδικές εκθέσεις. Θυμάμαι την παλιά, σωστή φράση ενός φίλου: Στις πόλεις που δεν υπάρχει καλό θέατρο πηγαίνει τσίρκο.

Γιώτα Κωνσταντάτου

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.